ξινογαλάς

ξινογαλάς
ο [ξινόγαλα]
1. αυτός που παρασκευάζει και πωλεί το ξινόγαλα
2. (με υποτιμητική σημ.) άνθρωπος χωρίς τρόπους, άξεστος, αγροίκος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”